Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡ τῶν τόπων εὐ

См. также в других словарях:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Ουφίτσι, Πινακοθήκη — (Galleria degli Uffizi). Πινακοθήκη στη Φλωρεντία, μία από τις μεγάλες συλλογές τέχνης του κόσμου. Στεγάζεται στο κτίριο που άρχισε να χτίζει, το 1560, με παραγγελία του δούκα Κόζιμο A’ Μέδικου, ο Αντόνιο Βαζάρι, το οποίο είναι ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Βάαλ — (Baal). Υπέρτατη θεότητα (σημαίνει Κύριος) αρκετών σημιτικών λαών και πόλεων της Εγγύς Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, γνωστή και στους Εβραίους. Ο Β. εικονιζόταν ένοπλος, με δόρυ στο χέρι και με ένα φωτεινό στεφάνι γύρω στο κεφάλι του, σύμβολο …   Dictionary of Greek

  • Γαζναβίδες ή Γαζυεβίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων (τέλη 10ου – τέλη 12ου αι.), που ονομάστηκαν έτσι από την πόλη Γάζνη, πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Ιδρυτής της δυναστείας αυτής ήταν ο σουλτάνος Μαχμούτ, που διακρινόταν τόσο για την απληστία του και τη σκληρότητά του όσο… …   Dictionary of Greek

  • Τίμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Εχεκρατίδη, από τον δήμο Κολυττό, εύπορος, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου και έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και… …   Dictionary of Greek

  • мѣстьныи — (94) пр. 1.Пр. к мѣсто в 1 знач.: мѣстьноѥ ѹбо прехожениѥ паче || тъщивѣѥ и съ сластью сътворити ми (τῶν τόπων) ЖФСт XII, 122–123; одръ бо не в которемь вертоградѣ настьлавше и ста(г) на немь привѧзавше, оставиша ѥмѹ блѹдницю, ˫ако ѹбо ѿ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Lápites — (en griego Λαπίθης, Lapithes ) es un personaje de la mitología griega. Se le considera el héroe epónimo, fundador y primer rey mítico de los lápitas, antigua tribu de Tesalia.[1] Lápites era hijo de Estilbe y Apolo, sobrino de Hipsea, nieto de… …   Wikipedia Español

  • Λακαριέρ, Ζακ — (Jacques Lacarrierre, Λιμόζ 1925 –). Γάλλος συγγραφέας και νεοελληνιστής. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου μελέτησε κλασική φιλολογία και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Ο πολιτισμός και η ιστορία αυτών των τόπων …   Dictionary of Greek

  • κατακολουθώ — κατακολουθῶ, έω (AM) [κατακόλουθος] 1. ακολουθώ κάποιον καταπόδας, ακολουθώ από κοντά («ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου», ΠΔ) 2. υπακούω («κατακολουθεῑν τοῑς προστάγμασιν αὐτοῡ», ΠΔ.) αρχ. 1. είμαι οπαδός κάποιου σπουδαίου ιστορικού ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»